- κρητάριον
- κρητάριον, τό, Dim. of Lat.A creta, piece of chalk, Gp.2.42.2 (κριτ-), Aët.2.10, Charis.p.553 K., Hippiatr.49.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κρητάριον — κρητάριον, τὸ (AM) μικρό τεμάχιο κιμωλίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρήτη «κιμωλία» + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. βιβλι άριον, πλοι άριον)] … Dictionary of Greek
κρητάριον — creta neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρηταρίου — κρητάριον creta neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρηταρίῳ — κρητάριον creta neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)